διαβατάρικος

διαβατάρικος
η , ο
1) проходящий (мимо), проезжий; 2) проходящий, мимолётный, преходящий; 3) перелётный;

διαβατάρικα πουλιά — перелётные птицы;

§ διαβατάρικος δρόμος — оживлённая улица


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "διαβατάρικος" в других словарях:

  • διαβατάρικος — η, ο 1. περαστικός, προσωρινός, παροδικός, εφήμερος 2. αυτός που δεν είναι μόνιμα εγκατεστημένος σ έναν τόπο 3. αυτός που κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα συνήθως περνά από έναν τόπο («διαβατάρικα πουλιά») …   Dictionary of Greek

  • διαβατάρικος — η, ο ο διαβατάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκτοπιστικός — ή, όν (Α ἐκτοπιστικός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται στον εκτοπισμό 2. αυτός που έχει τη συνήθεια να αλλάζει τόπο διαμονής, αποδημητικός, μεταναστευτικός, διαβατικός, διαβατάρικος …   Dictionary of Greek

  • διαβατάρης, -α, -ικο — ο διαβατάρικος, ο περαστικός, αυτός που δε μένει μόνιμα κάπου: Τα πουλιά που αποδημούν ονομάζονται και διαβατάρικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκτοπιστικός — ή, ό 1. που αναφέρεται στον εκτοπισμό (βλ. λ.): Εκτοπιστικές διαταγές. 2. που έχει τη συνήθεια να αλλάζει τόπο διαμονής, αποδημητικός, διαβατάρικος: Εκτοπιστικά πτηνά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταξιδιάρικος — η, ο 1. αυτός που ταξιδεύει συστηματικά, διαβατάρικος: Ταξιδιάρικα πουλιά. 2. ταξιδιάρης (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»